- ἰξευτῇ
- ἰξευτήςfowlermasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιξευτικός — ή, ό (Α ιξευτικός, ή, όν) [ιξευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στον ιξευτή 2. το θηλ. ως ουσ. η ιξευτική η τέχνη να πιάνει κάποιος πουλιά με ιξόβεργες 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἰξευτικα τίτλος ποιήματος τού Οππιανού … Dictionary of Greek